- ἑτερότροπα
- ἑτερότροποςof different sortneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SQUARTIA — piscis genus (segrin vulgo vocant) ob asperitatem pellis acinacum vaginis conficiendis adhibetur, in Iaponia, quo maxima copia ffertur ex Cingcheu et Taicheu Sinici Imperii provincus, Auctor Anon. Sinae et Eur. c. 42. Sed et asperâ eius cute iam… … Hofmann J. Lexicon universale
ετερότροπος — η, ο (ΑΜ ἑτερότροπος, ον) 1. αυτός που είναι διατεταγμένος ή κατασκευασμένος με διαφορετικό (από τον συνηθισμένο) τρόπο 2. αλλόκοτος, παράδοξος, παράξενος νεοελλ. βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερότροπα τα έμβρυα μερικών φυτών τα οποία είναι… … Dictionary of Greek